Greek Meaning of overacting

Υπερβολική ερμηνεία

Other Greek words related to Υπερβολική ερμηνεία

Definitions and Meaning of overacting in English

Wordnet

overacting (n)

poor acting by a ham actor

FAQs About the word overacting

Υπερβολική ερμηνεία

poor acting by a ham actor

παίζω με,κλόουνιες,ψήφιση,Χάμινγκ,Μιμούμενος (masc. sing.),μιμούμενος,μίμος,υπερβολή,παντομίμα,υποκριτική

No antonyms found.

overact => Υπερβάλλω, overachiever => Αριστούχος, overachievement => υπεραπόδοση , overachieve => υπερτερώ, overabundant => Υπεράφθονος,