Greek Meaning of hamming
Χάμινγκ
Other Greek words related to Χάμινγκ
- μίμηση
- κλόουνιες
- Μιμούμενος (masc. sing.)
- μεταμφιεσμένος
- μιμούμενος
- μίμος
- Υπερβολική ερμηνεία
- υπερβολή
- παντομίμα
- προσποιούμενος (ότι)
- ελαχιστοποιώ
- παίζω με
- συμπρωταγωνιστής
- δραματοποιώντας
- ψήφιση
- υποκριτική
- εκπροσώπηση
- Παιχνίδι ρόλων
- πρωταγωνιστεί (σε)
- αναλαμβάνοντας
- Υποκριτική
- Συνεργαζόμενοι
- συμπρωταγωνιστεί
- συνεργαζόμενος
- απεικονίζοντας
- κάνει
- Προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
- ερμηνεία
- αποδίδει
- παίζοντας
- απεικονίζοντας
- απόδοση
- Ερμηνεία ρόλων
Nearest Words of hamming
Definitions and Meaning of hamming in English
hamming (n)
poor acting by a ham actor
FAQs About the word hamming
Χάμινγκ
poor acting by a ham actor
μίμηση,κλόουνιες,Μιμούμενος (masc. sing.),μεταμφιεσμένος,μιμούμενος,μίμος,Υπερβολική ερμηνεία,υπερβολή,παντομίμα,προσποιούμενος (ότι)
No antonyms found.
hammett => Χάμετ, hammertoe => Σφυροδακτυλία, hammerstein => Χάμερσταϊν, hammer-shaped => σφυροειδής, hammermen => σφυροκόποι,