Greek Meaning of performing

αποδίδει

Other Greek words related to αποδίδει

Definitions and Meaning of performing in English

Wordnet

performing (n)

the performance of a part or role in a drama

Webster

performing (p. pr. & vb. n.)

of Perform

FAQs About the word performing

αποδίδει

the performance of a part or role in a dramaof Perform

σερβίρισμα,υποχωρητικός,παραγωγική,πολυσύχναστος,απασχολημένος,δυναμικός ,εργοδοτήσιμος,λειτουργικός,βόμβος,λειτουργικός

σπασμένο,νεκρός,αδρανής,αναποτελεσματικός,ανενεργός,μη λειτουργικός,άχρηστος,Μη λειτουργικό,μη χειρουργικός,συλληφθείς

performer => καλλιτέχνης, performed => εκτέλεσε, performance capability => ικανότητα απόδοσης, performance bond => Εγγύηση Εκτέλεσης, performance => απόδοση,