Greek Meaning of latent
λανθάνων
Other Greek words related to λανθάνων
- αδρανής
- απενεργοποιημένος
- Σε ηρεμία
- νεκρός
- χέρσος
- δωρεάν
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανενεργός
- αχρησιμοποίητος
- ελεύθερος
- στο ράφι
- εκτός λειτουργίας
- αναβληθείς
- συλληφθείς
- κοιμισμένος
- Επιφανειακός λήθαργος
- ανεγχείρητος
- διακοπείσα
- άψυχο
- Πεθαμένος
- αδρανής
- νυσταγμένος
- αργός
- Αναστολή
- ακατοίκητο
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
Nearest Words of latent
- late-night hour => Ώρα αργά τη νύχτα
- lateness => Καθυστέρηση
- latency stage => περίοδος λανθάνουσας
- latency phase => Φάση λανθάνουσας
- latency period => Λανθάνουσα περίοδος
- latency => καθυστέρηση
- latence => λανθάνουσα κατάσταση
- lately => πρόσφατα
- late-flowering => όψιμης άνθισης
- lateen-rigged => Λατίνικο πανί
- latent content => Λανθάνων περιεχόμενο
- latent diabetes => Λανθάνων διαβήτης
- latent heat => Λανθάνουσα θερμότητα
- latent hostility => Λανθάνουσα εχθρότητα
- latent period => περίοδος επώασης
- latent schizophrenia => Λανθάνουσα σχιζοφρένεια
- latently => λανθανόντως
- later => αργότερα
- later on => αργότερα
- laterad => πλάγια
Definitions and Meaning of latent in English
latent (s)
potentially existing but not presently evident or realized
(pathology) not presently active
latent (a.)
Not visible or apparent; hidden; springs of action.
FAQs About the word latent
λανθάνων
potentially existing but not presently evident or realized, (pathology) not presently activeNot visible or apparent; hidden; springs of action.
αδρανής,απενεργοποιημένος,Σε ηρεμία,νεκρός,χέρσος,δωρεάν,αδρανής,αδρανής,αδρανής,ανενεργός
ενεργός,ζωντανός,απασχολημένος,Λειτουργικός,λειτουργικός,σε,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,εργαζόμενος
late-night hour => Ώρα αργά τη νύχτα, lateness => Καθυστέρηση, latency stage => περίοδος λανθάνουσας, latency phase => Φάση λανθάνουσας, latency period => Λανθάνουσα περίοδος,