Greek Meaning of lately
πρόσφατα
Other Greek words related to πρόσφατα
Nearest Words of lately
- latence => λανθάνουσα κατάσταση
- latency => καθυστέρηση
- latency period => Λανθάνουσα περίοδος
- latency phase => Φάση λανθάνουσας
- latency stage => περίοδος λανθάνουσας
- lateness => Καθυστέρηση
- late-night hour => Ώρα αργά τη νύχτα
- latent => λανθάνων
- latent content => Λανθάνων περιεχόμενο
- latent diabetes => Λανθάνων διαβήτης
Definitions and Meaning of lately in English
lately (r)
in the recent past
lately (adv.)
Not long ago; recently; as, he has lately arrived from Italy.
FAQs About the word lately
πρόσφατα
in the recent pastNot long ago; recently; as, he has lately arrived from Italy.
μόνο,αργά,πρόσφατα,τώρα,πρόσφατα,νέος,μόνο,φρέσκο,τελευταία,πρόσφατα
πριν,πριν,νωρίτερα,νωρίς,προηγουμένως,κάποτε,παλαιότερα,μέχρι τώρα,άλλοτε,μέχρι τώρα
late-flowering => όψιμης άνθισης, lateen-rigged => Λατίνικο πανί, lateen-rig => Λατίνα, lateen sail => Λατίνι, lateen => λατινικός,