FAQs About the word lately

πρόσφατα

in the recent pastNot long ago; recently; as, he has lately arrived from Italy.

μόνο,αργά,πρόσφατα,τώρα,πρόσφατα,νέος,μόνο,φρέσκο,τελευταία,πρόσφατα

πριν,πριν,νωρίτερα,νωρίς,προηγουμένως,κάποτε,παλαιότερα,μέχρι τώρα,άλλοτε,μέχρι τώρα

late-flowering => όψιμης άνθισης, lateen-rigged => Λατίνικο πανί, lateen-rig => Λατίνα, lateen sail => Λατίνι, lateen => λατινικός,