FAQs About the word recently

πρόσφατα

in the recent pastNewly; lately; freshly; not long since; as, advices recently received.

μόνο,αργά,πρόσφατα,πρόσφατα,φρέσκο,νέος,τώρα,μόνο,τελευταία,πρόσφατα

πριν,πριν,νωρίτερα,νωρίς,προηγουμένως,κάποτε,παλαιότερα,μέχρι τώρα,άλλοτε,μέχρι τώρα

recenter => επανακέντρωση, recent epoch => πρόσφατη εποχή, recent => πρόσφατος, recensionist => κριτικός, recension => Κριτική,