Greek Meaning of previously

προηγουμένως

Other Greek words related to προηγουμένως

Definitions and Meaning of previously in English

Wordnet

previously (r)

at an earlier time or formerly

FAQs About the word previously

προηγουμένως

at an earlier time or formerly

μπροστά,ήδη,νωρίτερα,προηγουμένως,πριν,εκ των προτέρων,νωρίς,παλαιότερα,τώρα,προκαταρκτικά

μετά,έπειτα,αργότερα,μετά,επακόλουθα,πίσω,επόμενος

previous question => προηγούμενη ερώτηση, previous => προηγούμενος, preview => Προεπισκόπηση, preventive strike => Προληπτικό πλήγμα, preventive medicine => προληπτική ιατρική,