Greek Meaning of prevention
πρόληψη
Other Greek words related to πρόληψη
Nearest Words of prevention
- preventive => προληπτικός
- preventive attack => προληπτική επίθεση
- preventive medicine => προληπτική ιατρική
- preventive strike => Προληπτικό πλήγμα
- preview => Προεπισκόπηση
- previous => προηγούμενος
- previous question => προηγούμενη ερώτηση
- previously => προηγουμένως
- previse => προεξοφλώ
- prevision => πρόβλεψη
Definitions and Meaning of prevention in English
prevention (n)
the act of preventing
FAQs About the word prevention
πρόληψη
the act of preventing
αποφυγή,Απαγόρευση,αποτρεπόμενο,παράκαμψη,Αποτροπή,πρόληψη,εξουδετέρωση,αποκλείωντας,απαγορευτικό,απορίας άξιο
βοήθεια,βοήθεια,υποστήριξη,υποστήριξη,διευκόλυνση,προαγωγή,πρόοδος,καλλιέργεια,Ενθάρρυνση
preventative => προληπτικός, preventable => αποτρέψιμο, prevent => αποτρέπω, prevenient => προηγούμενος, prevarication => προφάσεις,