Greek Meaning of outlawing
απαγόρευση
Other Greek words related to απαγόρευση
Nearest Words of outlawing
Definitions and Meaning of outlawing in English
outlawing (p. pr. & vb. n.)
of Outlaw
FAQs About the word outlawing
απαγόρευση
of Outlaw
απαγόρευση,απαγορευτικό,Απαγόρευση,除非,Επιβάλλοντας,απαγορευτικό,απαγορευτική,απαγόρευση,απαγορεύοντας,απαγόρευση
επίδομα,Έγκριση,Επικύρωση,Άδεια,κυρώσεις,υποστήριξη,ανοχή,εξουσιοδότηση,κάθαρση,συμμόρφωση
outlawed => Απαγορευμένο, outlaw => παράνομος, outlaugh => outlaugh, outlast => επιβιώση, outlandishness => εκκεντρικότητα,