Greek Meaning of clearance
κάθαρση
Other Greek words related to κάθαρση
- εξουσιοδότηση
- συγκατάθεση
- Άδεια
- Πιστοποίηση
- επίδομα
- Πιστοποίηση
- Ανταγωνισμός
- παραχώρηση
- πράσινο φως
- αφήνω
- άδεια
- άδεια
- άδεια
- κυρώσεις
- φώκια
- Υπογραφή
- ένταλμα
- αποδοχή
- αποδοχή
- συμφωνία
- συγκατάθεση
- παραχώρηση
- επιχορήγηση
- Αυθέντευση
- ελευθερία
- εντάξει
- περάσει
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- Γραμματόσημο
- δυστυχία
- ανεκτικότητα
- ανοχή
Nearest Words of clearance
- clear-air turbulence => Τουρμπουλάνς καθαρού αέρα
- clear up => ξεκαθαρίζω
- clear the throat => καθαρίζω το λαιμό μου
- clear the air => καθαρίζω την ατμόσφαιρα
- clear sailing => ούριος άνεμος
- clear out => καθαρίζω
- clear off => καθαρίζω
- clear liquid diet => Διαυγή υγρά
- clear away => καθαρίζω
- clear and present danger => σαφής και παρών κίνδυνος
Definitions and Meaning of clearance in English
clearance (n)
the distance by which one thing clears another; the space between them
vertical space available to allow easy passage under something
permission to proceed
clearance (n.)
The act of clearing; as, to make a thorough clearance.
A certificate that a ship or vessel has been cleared at the customhouse; permission to sail.
Clear or net profit.
The distance by which one object clears another, as the distance between the piston and cylinder head at the end of a stroke in a steam engine, or the least distance between the point of a cogwheel tooth and the bottom of a space between teeth of a wheel with which it engages.
FAQs About the word clearance
κάθαρση
the distance by which one thing clears another; the space between them, vertical space available to allow easy passage under something, permission to proceedThe
εξουσιοδότηση,συγκατάθεση,Άδεια,Πιστοποίηση,επίδομα,Πιστοποίηση,Ανταγωνισμός,παραχώρηση,πράσινο φως,αφήνω
άρνηση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,άρνηση,απόρριψη,ανάκληση,εξαίρεση,απαγόρευση,απαγόρευση,καταστολή
clear-air turbulence => Τουρμπουλάνς καθαρού αέρα, clear up => ξεκαθαρίζω, clear the throat => καθαρίζω το λαιμό μου, clear the air => καθαρίζω την ατμόσφαιρα, clear sailing => ούριος άνεμος,