Greek Meaning of agreement
συμφωνία
Other Greek words related to συμφωνία
- ομοφωνία
- ομόφωνα
- αποδοχή
- συμφωνία
- Ανταγωνισμός
- Συντρέχουσα εκτέλεση
- συγκατάθεση
- Ομοφωνία
- προσχώρηση
- αποδοχή
- προσκόλληση
- συμμαχία
- Εγκριση
- Έγκριση
- συγκατάθεση
- συναίνεση
- συνεργασία
- συνέργεια
- συμμόρφωση
- συνενοχή
- συναυλία
- παραχώρηση
- ομόνοια
- συμφωνία
- συμμόρφωση
- Σύμφωνο
- συνωμοσία
- αγκαλιάζω
- εναγκαλισμός
- ενσυναίσθηση
- χάρη
- Αρμονία
- Συνάντηση μυαλών
- ενότητα
- Σχέση
- Αλληλεγγύη
- συμπάθεια
- κατανόηση
- συνδικαλιστική οργάνωση
Nearest Words of agreement
Definitions and Meaning of agreement in English
agreement (n)
the statement (oral or written) of an exchange of promises
compatibility of observations
harmony of people's opinions or actions or characters
the thing arranged or agreed to
the determination of grammatical inflection on the basis of word relations
the verbal act of agreeing
agreement (n.)
State of agreeing; harmony of opinion, statement, action, or character; concurrence; concord; conformity; as, a good agreement subsists among the members of the council.
Concord or correspondence of one word with another in gender, number, case, or person.
A concurrence in an engagement that something shall be done or omitted; an exchange of promises; mutual understanding, arrangement, or stipulation; a contract.
The language, oral or written, embodying reciprocal promises.
FAQs About the word agreement
συμφωνία
the statement (oral or written) of an exchange of promises, compatibility of observations, harmony of people's opinions or actions or characters, the thing arra
ομοφωνία,ομόφωνα,αποδοχή,συμφωνία,Ανταγωνισμός,Συντρέχουσα εκτέλεση,συγκατάθεση,Ομοφωνία,προσχώρηση,αποδοχή
σύγκρουση,διαφωνία,διχόνοια,διαφωνία,διαφωνία,Αντιπολίτευση,αντίσταση,Διαφωνία,αποδοκιμασία,αποδοκιμασία
agreeingly => Συμφωνητικά, agreeing => Συμφωνία, agreed upon => συμφωνημένο, agreed => συμφωνήθηκε, agreeably => ευχάριστα,