Greek Meaning of agribusiness
αγροεπιχειρήσεις
Other Greek words related to αγροεπιχειρήσεις
Nearest Words of agribusiness
Definitions and Meaning of agribusiness in English
agribusiness (n)
a large-scale farming enterprise
FAQs About the word agribusiness
αγροεπιχειρήσεις
a large-scale farming enterprise
γεωργία,αγροοικολογία,αγρονομία,καλλιέργεια,γεωργία,αγροτικές εργασίες,Κηπουρική,Κηποτεχνία,αρότριασμα,αγροδασοπονία
No antonyms found.
agrestical => αγροτικός, agrestic => αγροτικός, agreer => συμφωνώ, agreement => συμφωνία, agreeingly => Συμφωνητικά,