Greek Meaning of assentation
συναίνεση
Other Greek words related to συναίνεση
- αποδοχή
- προσχώρηση
- αποδοχή
- προσκόλληση
- συμφωνία
- Έγκριση
- συγκατάθεση
- ομοφωνία
- συγκατάθεση
- Ομοφωνία
- ομόφωνα
- συμφωνία
- συμμαχία
- Εγκριση
- συνεργασία
- συνέργεια
- συνενοχή
- συναυλία
- παραχώρηση
- Ανταγωνισμός
- Συντρέχουσα εκτέλεση
- αγκαλιάζω
- εναγκαλισμός
- Αλληλεγγύη
- κατανόηση
- συντονισμός
- συμμόρφωση
- ομόνοια
- συμφωνία
- συμμόρφωση
- Σύμφωνο
- συνωμοσία
- ενσυναίσθηση
- χάρη
- Αρμονία
- ενότητα
- Σχέση
- συμπάθεια
- συνδικαλιστική οργάνωση
Nearest Words of assentation
- assent => συγκατάθεση
- assemblywoman => βουλεύτρια
- assemblymen => Βουλευτές
- assemblyman => Βουλευτής
- assembly program => Πρόγραμμα εκκίνησης
- assembly plant => Μονάδα συναρμολόγησης
- assembly line => Γραμμή συναρμολόγησης
- assembly language => Γλώσσα assembly
- assembly hall => Αίθουσα συνελεύσεων
- assembly => συνέλευση
Definitions and Meaning of assentation in English
assentation (n.)
Insincere, flattering, or obsequious assent; hypocritical or pretended concurrence.
FAQs About the word assentation
συναίνεση
Insincere, flattering, or obsequious assent; hypocritical or pretended concurrence.
αποδοχή,προσχώρηση,αποδοχή,προσκόλληση,συμφωνία,Έγκριση,συγκατάθεση,ομοφωνία,συγκατάθεση,Ομοφωνία
σύγκρουση,διαφωνία,Αντιπολίτευση,αντίσταση,αποδοκιμασία,διχόνοια,διαφωνία,διαφωνία,Διαφωνία,διαφωνία
assent => συγκατάθεση, assemblywoman => βουλεύτρια, assemblymen => Βουλευτές, assemblyman => Βουλευτής, assembly program => Πρόγραμμα εκκίνησης,