Greek Meaning of assemblywoman
βουλεύτρια
Other Greek words related to βουλεύτρια
Nearest Words of assemblywoman
- assemblymen => Βουλευτές
- assemblyman => Βουλευτής
- assembly program => Πρόγραμμα εκκίνησης
- assembly plant => Μονάδα συναρμολόγησης
- assembly line => Γραμμή συναρμολόγησης
- assembly language => Γλώσσα assembly
- assembly hall => Αίθουσα συνελεύσεων
- assembly => συνέλευση
- assembling => συναρμολόγηση
- assemblies of god => Συνελεύσεις του Θεού
Definitions and Meaning of assemblywoman in English
assemblywoman (n)
a woman assemblyman
FAQs About the word assemblywoman
βουλεύτρια
a woman assemblyman
Βουλευτής,νομοθέτης,βουλευτής,Νομοθέτης,μέλος του Κογκρέσου,νομοθέτης,Γερουσιαστής,Σόλων
No antonyms found.
assemblymen => Βουλευτές, assemblyman => Βουλευτής, assembly program => Πρόγραμμα εκκίνησης, assembly plant => Μονάδα συναρμολόγησης, assembly line => Γραμμή συναρμολόγησης,