Greek Meaning of assembling

συναρμολόγηση

Other Greek words related to συναρμολόγηση

Definitions and Meaning of assembling in English

Wordnet

assembling (n)

the act of gathering something together

Webster

assembling (p. pr. & vb. n.)

of Assemble

FAQs About the word assembling

συναρμολόγηση

the act of gathering something togetherof Assemble

σύγκληση,συγκλίνων,συνάντηση,συνάντηση,συσσωμάτωση,συνεργαζόμενοι,συλλογή,συγκεντρωτικός,συγκεντρώνοντας,συγκολλητικός

χωρίζοντας,αναχωρούντος,διάλυση,διασπείρω,αναχώρηση,διάσπαση,αποσυνδέοντας,Απογείωση,διαχωρισμός,διαχωριστικός

assemblies of god => Συνελεύσεις του Θεού, assemblies => συνελεύσεις, assembler => συναρμολογητής, assembled => συναρμολογημένο, assemble => συναρμολογώ,