Greek Meaning of collaborating
συνεργαζόμενοι
Other Greek words related to συνεργαζόμενοι
- ανταγωνιστικός
- Αντιφατικό
- δυσάρεστος
- ασύμφωνος
- εχθρικός
- Ασυμβίβαστο
- δυσαρμονικός
- εχθρικός
- ασύμβατος
- αντιπαθητικός
- εμπόλεμος
- συγκρουόμενο
- Ανταγωνιστικός
- Αμφιλεγόμενος
- αντιφατικός
- αντίθετος
- δυσάρμοστος
- Διασπασμένος
- αντίθετος
- αντίθετο
- φιλονικός
- ανεπιθύμητος
- ανταγωνιστικός
- ανταγωνιστικός
- ανταγωνιζόμενος
- αντιφατικός
Nearest Words of collaborating
Definitions and Meaning of collaborating in English
collaborating
to cooperate with an agency or instrumentality with which one is not immediately connected, to cooperate with an enemy force that has taken over one's country, to cooperate with or willingly assist an enemy of one's country and especially an occupying force, to work with others (as in writing a book), to work jointly with others or together especially in an intellectual endeavor, to work jointly with others in some endeavor
FAQs About the word collaborating
συνεργαζόμενοι
to cooperate with an agency or instrumentality with which one is not immediately connected, to cooperate with an enemy force that has taken over one's country,
συνεταιρισμός,συμβιωτικός,συνεργικός,συμβατός,συγγενείς,Ειρηνικός,ειρηνικός,ομόφωνα,κατανόηση,ενωμένος
ανταγωνιστικός,Αντιφατικό,δυσάρεστος,ασύμφωνος,εχθρικός,Ασυμβίβαστο,δυσαρμονικός,εχθρικός,ασύμβατος,αντιπαθητικός
collaborates => συνεργάζεται, collaborated => συνεργάστηκε, coliseums => Κολοσσαίο, co-leaders => Συν-ηγέτες, coleaders => Συνδιοικητές,