Greek Meaning of pacific
Ειρηνικός
Other Greek words related to Ειρηνικός
- ηρεμιστικό
- φιλάνθρωπος
- καταπραϋντικός
- ελπιδοφόρος
- συμβιβαστικός
- ήπιος
- ευγενικός
- ειρηνικός
- κατευναστικός
- εξιλαστήριος
- χαλαρωτικό
- κατευναστικός
- συμβιβαστικός
- φιλικός
- αποπλιστικός
- εγκάρδιος
- παρακαλώ
- εξευμενιστικός
- μη εμπόλεμο
- κατευναστικός
- παθητικός
- ειρηνικός
- ηρεμιστικό
- κατευναστικός
- ικανοποιητικό
- καταπραϋντικό
- μη επιθετικός
- μη διεκδικητικός
- νίκη
- ειρηνοποίηση
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- αγαπημένος
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- χαλαρωτικό
- προθυμος
- υποτακτικός
- ηρεμιστικό
- γοητευτικός
- υποχωρητικός
- παράδοση
- λειαντικό
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ανταγωνιστικός
- εμπόλεμος
- Συμμετοχικός
- εκνευριστικός
- απογοητευτικός
- Ενοχλητικός
- εχθρικός
- φλεγμονώδης
- εχθρικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- Στρατιωτικός
- γκρινιάρης
- προσβλητικό
- προκλητικός
- προκλητικός
- ανεπιθύμητος
- ενοχλητικός
- ανταγωνιζόμενος
- επιθετικός
- αγωνιστικό
- αντιπαθητικός
- επιχειρηματικός
- διεκδικητικός
- πολεμοχαρής
- Τρίψιμο
- μαχητικός
- Αντιπαραθετικός
- Αμφιλεγόμενος
- εξοργιστικός
- εχθρικός
- πολεμικός
- μαχητής
- μιλιταριστικός
- ενοχλητικός
- κνίδωση
- μαχητικός
- φιλονικός
- πίκρα
- εκνευριστικό
- φτωχό
- άγριος
- ανανταγωνιστικό
- πολεμικός
- θυμίαμα
Nearest Words of pacific
- pacifiable => ειρηνικός
- pachytene => Παχύταινο
- pachysandra terminalis => Πιαχυσάνδρα τερμινάλις
- pachysandra procumbens => Pachysandra procumbens
- pachysandra => Παχυσάνδρα
- pachyrhizus tuberosus => Γιάμ
- pachyrhizus erosus => Pachyrhizus erosus
- pachyrhizus => γλυκοπατάτες
- pachyote => παχύοτη
- pachymeter => παχύμετρο
- pacific bonito => Ειρηνικός bonito
- pacific bottlenose dolphin => Αφάλα
- pacific coast => Ειρηνικός Ωκεανός
- pacific cod => Γάδος του Ειρηνικού
- pacific giant salamander => Γιγάντια σαλαμάνδρα του Ειρηνικού
- pacific halibut => Πλατύς του Ειρηνικού
- pacific hemlock => Δυτική Σίκα
- pacific herring => Ρέγγα του Ειρηνικού
- pacific newt => Τρίτων του Ειρηνικού
- pacific northwest => Ειρηνικός βορειοδυτικά
Definitions and Meaning of pacific in English
pacific (n)
the largest ocean in the world
pacific (a)
relating to or bordering the Pacific Ocean
pacific (s)
disposed to peace or of a peaceful nature
promoting peace
pacific (a.)
Of or pertaining to peace; suited to make or restore peace; of a peaceful character; not warlike; not quarrelsome; conciliatory; as, pacific words or acts; a pacific nature or condition.
FAQs About the word pacific
Ειρηνικός
the largest ocean in the world, relating to or bordering the Pacific Ocean, disposed to peace or of a peaceful nature, promoting peaceOf or pertaining to peace;
ηρεμιστικό,φιλάνθρωπος,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,συμβιβαστικός,ήπιος,ευγενικός,ειρηνικός,κατευναστικός,εξιλαστήριος
λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανταγωνιστικός,εμπόλεμος,Συμμετοχικός,εκνευριστικός,απογοητευτικός,Ενοχλητικός,εχθρικός
pacifiable => ειρηνικός, pachytene => Παχύταινο, pachysandra terminalis => Πιαχυσάνδρα τερμινάλις, pachysandra procumbens => Pachysandra procumbens, pachysandra => Παχυσάνδρα,