Greek Meaning of disarming
αποπλιστικός
Other Greek words related to αποπλιστικός
- λατρευτός
- όμορφος
- γοητευτικός
- αγαπητέ/αγαπητή
- αγαπημένος
- γλυκό
- ελκυστικός
- ελκυστικός
- αγαπητέ
- μαγευτικός
- αγαπημένος
- αγαπητός
- χαριτωμένος
- όμορφος
- πολύτιμος
- νίκη
- γοητευτικός
- θαυμαστός
- Φιλικός
- ευχάριστος
- γοητευτικός
- αγαπημένος
- συναρπαστικός
- χαρούμενος
- πολύτιμος
- φιλικός
- απολαυστικό
- επιθυμητός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- ευνοϊκός
- αγαπημένος
- φέρνω
- φιλικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- συμπαθητικός
- συμπαθής
- υπέροχος
- ωραίο
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- πολύτιμος
- αγκαλιάζω
- φιλάνθρωπο
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- Εξευτελιστικός
- δυσάρεστος
- απεχθής
- γκροτέσκο
- απεχθής
- φρικτός
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- απωθητικός
- δυσάρεστος
- φρικτός
- φρικτός
- φοβερός
- τρομερός
- αποτρόπαιος
- χάλια
- τερατώδης
- βρώμικο
- αποκρουστικός
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
- σκανδαλώδης
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- μη ελκυστικός
- δυσάρεστος
- ανάξιος αγάπης
- ανομολόγητος
- άσχημος
- φαύλος
- φάουλ
- φρικτό
- φρικτός
- δυσμενής
- ναυτία
- δυσώδης
- άσεμνος
- τερατώδης
- απωθητικό
Nearest Words of disarming
Definitions and Meaning of disarming in English
disarming (n)
act of reducing or depriving of arms
disarming (s)
capable of allaying hostility
disarming (imp. & p. p.)
of Disarm
disarming (p. pr. & vb. n.)
of Disarm
FAQs About the word disarming
αποπλιστικός
act of reducing or depriving of arms, capable of allaying hostilityof Disarm, of Disarm
λατρευτός,όμορφος,γοητευτικός,αγαπητέ/αγαπητή,αγαπημένος,γλυκό,ελκυστικός,ελκυστικός,αγαπητέ,μαγευτικός
αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,δυσάρεστος,απεχθής,γκροτέσκο,απεχθής,φρικτός,αποκρουστικός,προσβλητικό
disarmer => Αφοπλίζω, disarmed => αφοπλισμένος, disarmature => αφοπλίζω, disarmament => Αφοπλισμός, disarm => αποπλίζω,