Greek Meaning of lovesome

υπέροχος

Other Greek words related to υπέροχος

Definitions and Meaning of lovesome in English

Wordnet

lovesome (s)

having or displaying warmth or affection

Webster

lovesome (a.)

Lovely.

FAQs About the word lovesome

υπέροχος

having or displaying warmth or affectionLovely.

λατρευτός,όμορφος,αγαπητέ/αγαπητή,αγαπημένος,όμορφος,πολύτιμος,γλυκό,ελκυστικός,αγαπημένος,γοητευτικός

αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,δυσάρεστος,φρικτός,αποκρουστικός,χάλια,βρώμικο,προσβλητικό,ανομολόγητος

love-sickness => Ερωτική νοσταλγία, lovesickness => ερωτικός πόνος, loveseat => Καναπές δύο θέσεων, lovery => αγαπημένος, loverwise => ερωτικώς,