Greek Meaning of endearing
αγαπημένος
Other Greek words related to αγαπημένος
- λατρευτός
- αγαπητέ/αγαπητή
- γλυκό
- ελκυστικός
- όμορφος
- γοητευτικός
- αγαπητέ
- μαγευτικός
- αγαπητός
- χαριτωμένος
- αγαπημένος
- όμορφος
- πολύτιμος
- νίκη
- γοητευτικός
- θαυμαστός
- Φιλικός
- ευχάριστος
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- αγαπημένος
- συναρπαστικός
- χαρούμενος
- πολύτιμος
- φιλικός
- απολαυστικό
- επιθυμητός
- αποπλιστικός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- ευνοϊκός
- αγαπημένος
- φιλικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- συμπαθητικός
- συμπαθής
- υπέροχος
- ωραίο
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- πολύτιμος
- αγκαλιάζω
- φιλάνθρωπο
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- Εξευτελιστικός
- δυσάρεστος
- απεχθής
- γκροτέσκο
- φρικτός
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- απωθητικός
- ανάξιος αγάπης
- ανομολόγητος
- δυσάρεστος
- φρικτός
- φρικτός
- φοβερός
- τρομερός
- απεχθής
- αποτρόπαιος
- χάλια
- τερατώδης
- βρώμικο
- αποκρουστικός
- άσεμνος
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
- σκανδαλώδης
- συγκλονιστικό
- μη ελκυστικός
- δυσάρεστος
- άσχημος
- φαύλος
- φάουλ
- φρικτό
- φρικτός
- δυσμενής
- ναυτία
- δυσώδης
- τερατώδης
- απωθητικό
- αποκρουστικός
Nearest Words of endearing
Definitions and Meaning of endearing in English
endearing (s)
lovable especially in a childlike or naive way
endearing (p. pr. & vb. n.)
of Endear
endearing (a.)
Making dear or beloved; causing love.
FAQs About the word endearing
αγαπημένος
lovable especially in a childlike or naive wayof Endear, Making dear or beloved; causing love.
λατρευτός,αγαπητέ/αγαπητή,γλυκό,ελκυστικός,όμορφος,γοητευτικός,αγαπητέ,μαγευτικός,αγαπητός,χαριτωμένος
αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,δυσάρεστος,απεχθής,γκροτέσκο,φρικτός,αποκρουστικός,προσβλητικό,απωθητικός
endearedness => Η γλυκύτητα, endearedly => αγαπημένες, endeared => αγαπημένος, endear => αγαπώ, endazzle => εκτυφλώνω,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)