Greek Meaning of winsome

γοητευτικός

Other Greek words related to γοητευτικός

Definitions and Meaning of winsome in English

Wordnet

winsome (s)

charming in a childlike or naive way

Webster

winsome (a.)

Cheerful; merry; gay; light-hearted.

Causing joy or pleasure; gladsome; pleasant.

FAQs About the word winsome

γοητευτικός

charming in a childlike or naive wayCheerful; merry; gay; light-hearted., Causing joy or pleasure; gladsome; pleasant.

φωτεινό,χαρούμενος,αισιόδοξος,ευθυμής,αμέριμνος,πλευστό,απρόσεκτος,χαρούμενος,χαρούμενος,ομοφυλόφιλος

κατσούφης,μελαγχολικός,σκυθρωπός,δίχως χαρά,κατσούφης,λυπημένος,Σατουρνικός,σουμπρός,κατσούφης,δυστυχισμένος

winslow homer => Ουίνσλοου Χόμερ, winslow => Ουίνσλοου, winsing => Γουίνσινγκ, winrow => αερόβελος, wino => Πότης,