Greek Meaning of easygoing
εύκολος
Other Greek words related to εύκολος
- Φιλικός
- αέρας
- ανεπίσημος
- γνώριμος
- ευέλικτος
- ανεπίσημος
- χαλαρός
- Χαμηλή πίεση
- γλυκός
- αδιάφορος
- ανεπηρέαστος
- προσιτός
- ανέμελος
- Άφοβος
- ανέμελος
- οικείος
- αδιάφορος
- επιεικής
- Ανεπηρέαστος
- ατάραχος
- ανήσυχος
- ζεστός
- Προσβάσιμο
- φιλικός
- φιλικός
- συντροφικός
- φιλικός
- λαμπρός
- χαίρετε πάντες
- γενναιόδωρος
- άνετος
- ατάραχος
- χαλαρός
- φιλικός
- αναίσθητος
- επιτρεπτικό
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- μαλακός
- ατάραχος
- ακλόνητος
- ανέμελος
- Θερμόκαρδος
- άνετος
- ανέμελος
Nearest Words of easygoing
Definitions and Meaning of easygoing in English
easygoing (s)
not hurried or forced
not burdensome or demanding; borne or done easily and without hardship
relaxed and informal in attitude or standards
FAQs About the word easygoing
εύκολος
not hurried or forced, not burdensome or demanding; borne or done easily and without hardship, relaxed and informal in attitude or standards
Φιλικός,αέρας,ανεπίσημος,γνώριμος,ευέλικτος,ανεπίσημος,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,γλυκός,αδιάφορος
ανήσυχος,ευπρεπής,επίσημος,νευρικός,άκαμπτος,αυστηρός,Καθηλωμένος,ενοχλημένο,Τελετουργικός,στεναχωρημένος
easy-chair => πολυθρόνα, easy street => εύκολος δρόμος, easy money => Εύκολα χρήματα, easy mark => Εύκολος στόχος, easy lay => Εύκολη γκόμενα,