Greek Meaning of warmhearted

Θερμόκαρδος

Other Greek words related to Θερμόκαρδος

Definitions and Meaning of warmhearted in English

Wordnet

warmhearted (a)

marked by warmth of feeling like kindness and sympathy and generosity

FAQs About the word warmhearted

Θερμόκαρδος

marked by warmth of feeling like kindness and sympathy and generosity

φιλάνθρωπος,συμπονετικός,ευγενικός,συμπαθής,στοχαστικός,προσεκτικός, προσεκτική,Ευεργετικός,καλοήθης,φιλικός,γενναιόδωρος

Φρικτός,βάρβαρος,βάρβαρος,κτηνώδης,βίαιος,βάρβαρος,κτηνώδης,σκληρόκαρδος,σκληρός,διαβολικός

warmful => ζεστός, warmer => θερμότερος, warmed => θερμαινόμενος, warm-blooded => Θερμόαιμο, warm up => προθέρμανση,