Greek Meaning of philanthropical

φιλανθρωπικός

Other Greek words related to φιλανθρωπικός

Definitions and Meaning of philanthropical in English

Webster

philanthropical (a.)

Of or pertaining to philanthropy; characterized by philanthropy; loving or helping mankind; as, a philanthropic enterprise.

FAQs About the word philanthropical

φιλανθρωπικός

Of or pertaining to philanthropy; characterized by philanthropy; loving or helping mankind; as, a philanthropic enterprise.

φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,καλός,ανθρωπιστικός,αλτρουιστικός,Ευεργετικός,κάνε το καλό,ελεημοσύνης,γενναιόδωρος,ανθρώπινος

εγωκεντρικός,εγωιστής,φτηνός,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άσπλαχνος,εγωιστής,εγωιστικός,εγωιστής

philanthropic gift => Φιλανθρωπικό δώρο, philanthropic foundation => φιλανθρωπικό ίδρυμα, philanthropic => φιλανθρωπικός, philanthrope => φιλάνθρωπος, philanderer => γυναικάς,