Greek Meaning of stingy

τσιγκούνης

Other Greek words related to τσιγκούνης

Definitions and Meaning of stingy in English

Wordnet

stingy (a)

unwilling to spend (money, time, resources, etc.)

deficient in amount or quality or extent

FAQs About the word stingy

τσιγκούνης

unwilling to spend (money, time, resources, etc.), deficient in amount or quality or extent

προσεκτικός,φτηνός,φθηνός,κοντά,επιθυμητός,Ταιριαστός,μέση τιμή,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός

αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,γενναιόδωρος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος,ανιδιοτελής

stingray => Σταυρίδι, stingless => άκεντρος, stinging nettle => Τσουκνίδα, stinging hair => Κνιδωτά τριχίδια, stinging => καυτός,