Greek Meaning of openhanded

γενναιόδωρος

Other Greek words related to γενναιόδωρος

Definitions and Meaning of openhanded in English

Wordnet

openhanded (s)

given or giving freely

FAQs About the word openhanded

γενναιόδωρος

given or giving freely

φιλανθρωπικός,γενναιόδωρος,φιλάνθρωπος,μεγαλόψυχος,άφθονα,άφθονος,συμπονετικός,Ελεύθερο σκίτσο,αφθονη,όμορφος

φτηνός,κοντά,Δυσκοιλιότητα,φειδωλός,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άπορος,ασήμαντος,εγωιστής

open-face sandwich => Ανοιχτό σάντουιτς, open-eyed => Με ανοιχτά μάτια, opener => ανοιχτήρι, open-ended => ανοιχτού τύπου, open-end wrench => Κλειδί,