Greek Meaning of costive

Δυσκοιλιότητα

Other Greek words related to Δυσκοιλιότητα

Definitions and Meaning of costive in English

Wordnet

costive (a)

retarding evacuation of feces; binding; constipating

FAQs About the word costive

Δυσκοιλιότητα

retarding evacuation of feces; binding; constipating

φτηνός,Αντιφιλελεύθερος,φειδωλός,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άπορος,ασήμαντος,εγωιστής,τσιγκούνης

άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,δωρεάν,αφθονη,γενναιόδωρος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,ανοιχτό

costing => κοστολόγηση, costiasis => Κοστίωση, costia necatrix => Costia necatrix, costia => Κωστία, costermonger => Πλανόδιος πωλητής,