Greek Meaning of fulsome
αφθονη
Other Greek words related to αφθονη
- άφθονος
- κολακευτικό
- επιδεικτικός
- εξωφρενικός
- ορμητικός
- αγιογραφικός
- Αγιογραφικός
- σπάταλος
- λιπαρός
- ελαιούχος
- αποκρουστικός
- σαπουνάδα
- λιπαρός
- τεχνητός
- αηδής
- άφθονος
- θερμός
- τρεχούμενο
- απελευθερωμένος
- νίκη
- ύπουλα
- σάλιασμα
- αγαπημένος
- προσποιημένος
- εγκάρδιος
- Ανανδρος
- μελόδραμα
- χυλώδης
- άφθονος
- υποκριτής
- σάλιο
- σάλιο
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- γοητευτικός
Nearest Words of fulsome
Definitions and Meaning of fulsome in English
fulsome (s)
unpleasantly and excessively suave or ingratiating in manner or speech
fulsome (a.)
Full; abundant; plenteous; not shriveled.
Offending or disgusting by overfullness, excess, or grossness; cloying; gross; nauseous; esp., offensive from excess of praise; as, fulsome flattery.
Lustful; wanton; obscene; also, tending to obscenity.
FAQs About the word fulsome
αφθονη
unpleasantly and excessively suave or ingratiating in manner or speechFull; abundant; plenteous; not shriveled., Offending or disgusting by overfullness, excess
άφθονος,κολακευτικό,επιδεικτικός,εξωφρενικός,ορμητικός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός,σπάταλος,λιπαρός,ελαιούχος
σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος,ατέχναστος
fulsamic => φουλσαμιδικό οξύ, fulminuric => βροντώδης, fulminic acid => Φουλμινικό οξύ, fulmineous => κεραυνώδης, fulmine => κεραυνός,