Greek Meaning of hagiographic
αγιογραφικός
Other Greek words related to αγιογραφικός
- κολακευτικό
- επιδεικτικός
- αφθονη
- ορμητικός
- σπάταλος
- λιπαρός
- ελαιούχος
- αποκρουστικός
- σαπουνάδα
- λιπαρός
- νίκη
- αηδής
- θερμός
- εξωφρενικός
- τρεχούμενο
- υποκριτής
- απελευθερωμένος
- άφθονος
- τεχνητός
- ύπουλα
- άφθονος
- σάλιασμα
- αγαπημένος
- προσποιημένος
- εγκάρδιος
- Ανανδρος
- μελόδραμα
- χυλώδης
- άφθονος
- σάλιο
- σάλιο
- Δίπρόσωπος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- γοητευτικός
Nearest Words of hagiographic
Definitions and Meaning of hagiographic in English
hagiographic
excessively flattering, of, relating to, or being hagiography, of or relating to the Hagiographa
FAQs About the word hagiographic
αγιογραφικός
excessively flattering, of, relating to, or being hagiography, of or relating to the Hagiographa
κολακευτικό,επιδεικτικός,αφθονη,ορμητικός,σπάταλος,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σαπουνάδα,λιπαρός
ατέχναστος,σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος
hagiographers => αγιογράφοι, haggling (for) => παζάρι (για), haggles => παζαρεύω, hagglers => παζαρτζήδες, hafts => λαβές,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)