Greek Meaning of winning
νίκη
Other Greek words related to νίκη
- λατρευτός
- όμορφος
- αγαπητέ/αγαπητή
- αγαπημένος
- πολύτιμος
- γλυκό
- ελκυστικός
- ελκυστικός
- αγαπημένος
- γοητευτικός
- πολύτιμος
- αγαπητέ
- αποπλιστικός
- μαγευτικός
- αγαπημένος
- ευνοϊκός
- αγαπημένος
- αγαπητός
- χαριτωμένος
- όμορφος
- γοητευτικός
- θαυμαστός
- Φιλικός
- ευχάριστος
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- χαρούμενος
- φιλικός
- απολαυστικό
- επιθυμητός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- φέρνω
- φιλικός
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- συμπαθητικός
- συμπαθής
- υπέροχος
- ωραίο
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- πολύτιμος
- αγκαλιάζω
- φιλάνθρωπο
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- δυσάρεστος
- φρικτός
- αποκρουστικός
- χάλια
- προσβλητικό
- δυσάρεστος
- φρικτός
- φρικτός
- Εξευτελιστικός
- απεχθής
- φοβερός
- φάουλ
- τρομερός
- γκροτέσκο
- απεχθής
- αποτρόπαιος
- φρικτός
- τερατώδης
- βρώμικο
- άσεμνος
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- σκανδαλώδης
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- μη ελκυστικός
- δυσάρεστος
- ανάξιος αγάπης
- ανομολόγητος
- φαύλος
- φρικτό
- δυσμενής
- ναυτία
- αποκρουστικός
- τερατώδης
- απωθητικό
- άσχημος
Nearest Words of winning
Definitions and Meaning of winning in English
winning (n)
succeeding with great difficulty
winning (s)
having won
very attractive; capturing interest
winning (p. pr. & vb. n.)
of Win
winning (a.)
Attracting; adapted to gain favor; charming; as, a winning address.
winning (n.)
The act of obtaining something, as in a contest or by competition.
The money, etc., gained by success in competition or contest, esp, in gambling; -- usually in the plural.
A new opening.
The portion of a coal field out for working.
FAQs About the word winning
νίκη
succeeding with great difficulty, having won, very attractive; capturing interestof Win, Attracting; adapted to gain favor; charming; as, a winning address., Th
λατρευτός,όμορφος,αγαπητέ/αγαπητή,αγαπημένος,πολύτιμος,γλυκό,ελκυστικός,ελκυστικός,αγαπημένος,γοητευτικός
αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,δυσάρεστος,φρικτός,αποκρουστικός,χάλια,προσβλητικό,δυσάρεστος,φρικτός,φρικτός
winnew => winnew, winner's circle => κύκλος νικητών, winner => νικητής, winnebagoes => Winnebagoes, winnebago => Winnebago,