Greek Meaning of fetching

φέρνω

Other Greek words related to φέρνω

Definitions and Meaning of fetching in English

Wordnet

fetching (s)

very attractive; capturing interest

Webster

fetching (p. pr. & vb. n.)

of Fetch

FAQs About the word fetching

φέρνω

very attractive; capturing interestof Fetch

ελκυστικός,ελκυστικός,χαρισματικός,γοητευτικός,μαγευτικός,απορροφητικός,γοητευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,Ξωτικό

βαρετό,ενοχλητικός,απωθητικό,απωθητικό,αποκρουστικός,απωθητικός,αποκρουστικός,κουραστικό,κουραστικός,Κουραστικό

fetched => φέρθηκε, fetch up => φέρνω, fetch => φέρε, fetation => κυοφορία, fetal movement => Εμβρυική κίνηση,