Greek Meaning of magnetic
μαγνητικός
Other Greek words related to μαγνητικός
- ελκυστικός
- ελκυστικός
- χαρισματικός
- γοητευτικός
- γοητευτικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- Ξωτικό
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γαλβανικός
- λαμπερός
- λαμπερός
- υπνωτικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- δελεαστικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- απολαυστικό
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- δελεαστικός
- φέρνω
- συναρπαστικός
- στοιχειωμένος
- υπνωτιστικό
- δελεαστικός
- υπνωτιστικός
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- συναρπαστικό
- μαγευτικός
- δελεαστικός
- βαρετό
- απωθητικό
- απωθητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- κουραστικό
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- φρικτός
- φρικτός
- απεχθής
- βαρετό
- επίπεδος
- αποτρόπαιος
- φρικτό
- φρικτός
- φρικτός
- φθονερός
- ενοχλητικός
- αποκρουστικός
- ναυτία
- δυσώδης
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- κουραστικός
- Κουραστικό
- μη ελκυστικός, μη ελκυστική
- μονότονο
- Θλιβερός
- βαρετός
- χορτάτος
- μολυβένιος
- μονότονος
- πεζός
- βαρύς
Nearest Words of magnetic
- magnet => μαγνήτης
- magnesium sulfate => Θειικός μαγνήσιος
- magnesium oxide => Οξείδιο του μαγνησίου
- magnesium nitride => Νιτρίδιο του μαγνησίου
- magnesium hydroxide => Υδροξείδιο του μαγνησίου
- magnesium carbonate => Ανθρακικό μαγνήσιο
- magnesium bicarbonate => Διττανθρακικό μαγνήσιο
- magnesium => Μαγνήσιο
- magnesite => Μαγνησίτης
- magnesic => μαγνησιακός
- magnetic attraction => Μαγνητική έλξη
- magnetic bottle => μαγνητικό δοχείο
- magnetic bubble memory => Μαγνητική μνήμη φυσαλίδων
- magnetic compass => μαγνητική πυξίδα
- magnetic core => Μαγνητικός πυρήνας
- magnetic core memory => Μαγνητική μνήμη πυρήνα
- magnetic declination => Μαγνητική απόκλιση
- magnetic dip => Μαγνητική κλίση
- magnetic dipole => Μαγνητικός δίπολος
- magnetic dipole moment => Μαγνητική ροπή δίπολου
Definitions and Meaning of magnetic in English
magnetic (a)
of or relating to or caused by magnetism
having the properties of a magnet; i.e. of attracting iron or steel
capable of being magnetized
determined by earth's magnetic fields
magnetic (s)
possessing an extraordinary ability to attract
magnetic (a.)
Alt. of Magnetical
magnetic (n.)
A magnet.
Any metal, as iron, nickel, cobalt, etc., which may receive, by any means, the properties of the loadstone, and which then, when suspended, fixes itself in the direction of a magnetic meridian.
FAQs About the word magnetic
μαγνητικός
of or relating to or caused by magnetism, having the properties of a magnet; i.e. of attracting iron or steel, capable of being magnetized, determined by earth'
ελκυστικός,ελκυστικός,χαρισματικός,γοητευτικός,γοητευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,Ξωτικό,μαγευτικός,Συμμετοχικός
βαρετό,απωθητικό,απωθητικό,απωθητικό,αποκρουστικός,απωθητικός,αποκρουστικός,κουραστικό,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος
magnet => μαγνήτης, magnesium sulfate => Θειικός μαγνήσιος, magnesium oxide => Οξείδιο του μαγνησίου, magnesium nitride => Νιτρίδιο του μαγνησίου, magnesium hydroxide => Υδροξείδιο του μαγνησίου,