Greek Meaning of haunting
στοιχειωμένος
Other Greek words related to στοιχειωμένος
- ανατριχιαστικός
- ανατριχιαστικό
- ανατριχιαστικό
- παράξενος/η
- μυστηριώδης
- τρομακτικός
- παράξενος
- Παράξενος
- περίεργος
- περίεργος
- αινιγματικός
- αινιγματικός
- φρικτός
- φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- Μακάβριος
- φρικτός
- τρομακτικός
- ανεξιχνίαστος
- μεταφυσικός
- μονός
- εκκεντρικός
- Εκκεντρικός
- περίεργος
- συγκεχυμένο
- γραφικό
- παράξενο
- εκκεντρικός
- φασματικός
- ανατριχιαστικός
- υπερφυσικός
- φοβερός
- τρομακτικός
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστο
Nearest Words of haunting
Definitions and Meaning of haunting in English
haunting (s)
continually recurring to the mind
having a deeply disquieting or disturbing effect
haunting (p. pr. & vb. n.)
of Haunt
FAQs About the word haunting
στοιχειωμένος
continually recurring to the mind, having a deeply disquieting or disturbing effectof Haunt
ανατριχιαστικός,ανατριχιαστικό,ανατριχιαστικό,παράξενος/η,μυστηριώδης,τρομακτικός,παράξενος,Παράξενος,περίεργος,περίεργος
κοινός,συνηθισμένος,κάθε μέρα,φυσικός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,γνώριμος
haunter => φάντασμα, haunted => στοιχειωμένο, haunt => στοιχειώνω, haunched => καμπουριασμένος, haunch => Μηρός,