Greek Meaning of curious
περίεργος
Other Greek words related to περίεργος
Nearest Words of curious
Definitions and Meaning of curious in English
curious (s)
beyond or deviating from the usual or expected
curious (a)
eager to investigate and learn or learn more (sometimes about others' concerns)
FAQs About the word curious
περίεργος
beyond or deviating from the usual or expected, eager to investigate and learn or learn more (sometimes about others' concerns)
περίεργος,ενδιαφέρομαι,περίεργος,περίεργος,ανήσυχος,παρεμβατικός,υπερβολικά πρόθυμος,περίεργος,ερώτηση,περίεργος
αδιάφορος ,αδιάφορος,Αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,όχι περίεργος,αδιάφορος
curiosity => περιέργεια, curiosa => περίεργη, curio => περιέργεια, curing => σκλήρυνση, curietherapy => Κυριεθεραπεία,