Greek Meaning of snoopy

Σνούπι

Other Greek words related to Σνούπι

Definitions and Meaning of snoopy in English

Wordnet

snoopy (n)

a fictional beagle in a comic strip drawn by Charles Schulz

Wordnet

snoopy (s)

offensively curious or inquisitive

FAQs About the word snoopy

Σνούπι

a fictional beagle in a comic strip drawn by Charles Schulz, offensively curious or inquisitive

περίεργος,περίεργος,περίεργος,ενδιαφέρομαι,παρεμβατικός,ανάμειξη,περίεργος,υπερβολικά πρόθυμος,περίεργος,ανήσυχος

αδιάφορος ,αδιάφορος,Αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,όχι περίεργος,αδιάφορος

snoopiness => περιέργεια, snooper => σκάρφος, snoop => κατασκοπεύω, snooker table => Τραπέζι μπιλιάρδου σνούκερ, snooker => σνούκερ,