FAQs About the word snoring

ροχαλητό

the act of snoring or producing a snoring sound

αναπνοή,Πρόσληψη οσμής,ροχαλητό,λαχανιάζοντας,σνιφάρισμα,λαχανιασμένος,αναπνέοντας,σβήσιμο ,γρυλίζοντας,συριγμός

ασφυξία,ναυτία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός

snorer => ροχαλιζόμενος, snore => ροχαλητό, snooze => υπνάκος, snooty => Αλαζόνας, snootiness => εγωισμός,