Greek Meaning of snorer
ροχαλιζόμενος
Other Greek words related to ροχαλιζόμενος
Nearest Words of snorer
Definitions and Meaning of snorer in English
snorer (n)
someone who snores while sleeping
FAQs About the word snorer
ροχαλιζόμενος
someone who snores while sleeping
αναπνέω,ροχαλητό,χάφτω,φου,παντελόνι,αναπνέω,καπνός μύτης,μουρμουρίζω,έκρηξη,ζωγραφίζω
πνίγω,φιμώτρο,πνίγω,πνίγω,ασφυξία,πνίγω,Στραγγαλίζω,γκάζι
snore => ροχαλητό, snooze => υπνάκος, snooty => Αλαζόνας, snootiness => εγωισμός, snootily => επιτηδευμένα,