FAQs About the word snooze

υπνάκος

sleeping for a short period of time (usually not in bed), sleep lightly or for a short period of time

μεσημεριανός ύπνος,Υπνάκος,υπνάκο,μεσημεριανό διάλειμμα,κλείσιμο ματιού,κρεβάτι,νυστάζω,σαραντακλείδα,αλεπού,ανάπαυση

έκρηξη,αέριο,βιασύνη,κλοτσιά,άνω

snooty => Αλαζόνας, snootiness => εγωισμός, snootily => επιτηδευμένα, snoot => Μύτη, snoopy => Σνούπι,