Greek Meaning of snooper
σκάρφος
Other Greek words related to σκάρφος
- Περιέργεια
- εισβολέας
- κρυφοκοιτάζω
- κατασκοπεύω
- κατάσκοπος
- περίεργος
- φιλοπερίεργος
- αποκαλύπτης
- χασμουρητό
- περίεργος
- χαζοβιόλης
- Θεατής
- κουτσομπόλης
- παρεμβολέας
- εισβολέας
- παρεμβολέας
- Κιβιτζής
- Ο μεσολαβητής
- _κουτσομπόλης_
- προσευχή
- μοχλός
- αποκαλυπτικός
- περίεργος
- θεατής
- κακός
- κουτσομπόλης
- ταμίας
- φλύαρος
- κουτσομπολιό
- πληροφοριοδότης
- Πληροφοριοδότης
- θεατής
- Φιλοπερίεργος
- Περίεργος
- Φίδι
- κλέβω
- καραφλής
- καρφί
- χαφιές
- κουτσομπολιό
- αποκαλυπτικός
Nearest Words of snooper
Definitions and Meaning of snooper in English
snooper (n)
a spy who makes uninvited inquiries into the private affairs of others
FAQs About the word snooper
σκάρφος
a spy who makes uninvited inquiries into the private affairs of others
Περιέργεια,εισβολέας,κρυφοκοιτάζω,κατασκοπεύω,κατάσκοπος,περίεργος,φιλοπερίεργος,αποκαλύπτης,χασμουρητό,περίεργος
No antonyms found.
snoop => κατασκοπεύω, snooker table => Τραπέζι μπιλιάρδου σνούκερ, snooker => σνούκερ, snook => Σνούκ, snog => (لم يُترجم بعد),