Greek Meaning of interferer
παρεμβολέας
Other Greek words related to παρεμβολέας
- εισβολέας
- κατάσκοπος
- Περιέργεια
- περίεργος
- φιλοπερίεργος
- κουτσομπολιό
- κουτσομπόλης
- πληροφοριοδότης
- Πληροφοριοδότης
- εισβολέας
- παρεμβολέας
- Κιβιτζής
- Ο μεσολαβητής
- κατασκοπεύω
- αποκαλύπτης
- χασμουρητό
- περίεργος
- χαζοβιόλης
- Θεατής
- θεατής
- Φιλοπερίεργος
- κρυφοκοιτάζω
- _κουτσομπόλης_
- προσευχή
- μοχλός
- Περίεργος
- αποκαλυπτικός
- περίεργος
- θεατής
- Φίδι
- κλέβω
- καραφλής
- σκάρφος
- καρφί
- χαφιές
- κουτσομπολιό
- κακός
- κουτσομπόλης
- ταμίας
Nearest Words of interferer
- interference fringe => Φάσμα παρεμβολών
- interference => παρεμβολή
- interfered => επενέβη
- interfere => παρεμβαίνω
- interferant => παρεμβάλλουσα ουσία
- interfascicular => διαδεσμιδικός
- interfaith => Διεθνοθρησκευτικός
- interfacial tension => επιφανειακή τάση
- interfacial surface tension => επιφανειακή τάση διεπαφής
- interfacial => διεπιφανειακός
Definitions and Meaning of interferer in English
interferer (n.)
One who interferes.
FAQs About the word interferer
παρεμβολέας
One who interferes.
εισβολέας,κατάσκοπος,Περιέργεια,περίεργος,φιλοπερίεργος,κουτσομπολιό,κουτσομπόλης,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης,εισβολέας
No antonyms found.
interference fringe => Φάσμα παρεμβολών, interference => παρεμβολή, interfered => επενέβη, interfere => παρεμβαίνω, interferant => παρεμβάλλουσα ουσία,