Greek Meaning of buttinsky
φιλοπερίεργος
Other Greek words related to φιλοπερίεργος
- Περιέργεια
- κουτσομπόλης
- παρεμβολέας
- εισβολέας
- εισβολέας
- Κιβιτζής
- Ο μεσολαβητής
- κουτσομπολιό
- πληροφοριοδότης
- Πληροφοριοδότης
- παρεμβολέας
- θεατής
- Φιλοπερίεργος
- περίεργος
- Φίδι
- κατασκοπεύω
- κατάσκοπος
- φλύαρος
- αποκαλύπτης
- χασμουρητό
- περίεργος
- χαζοβιόλης
- Θεατής
- κρυφοκοιτάζω
- _κουτσομπόλης_
- προσευχή
- μοχλός
- Περίεργος
- αποκαλυπτικός
- θεατής
- κλέβω
- καραφλής
- σκάρφος
- καρφί
- χαφιές
- κουτσομπολιό
- κακός
- κουτσομπόλης
- ταμίας
- αποκαλυπτικός
Nearest Words of buttinsky
Definitions and Meaning of buttinsky in English
buttinsky (n)
a meddler who tends to butt in
FAQs About the word buttinsky
φιλοπερίεργος
a meddler who tends to butt in
Περιέργεια,κουτσομπόλης,παρεμβολέας,εισβολέας,εισβολέας,Κιβιτζής,Ο μεσολαβητής,κουτσομπολιό,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης
No antonyms found.
butting joint => Κοινός αρμός, butting => κτύπημα, but-thorn => κράταιγος, buttery => Βουτυρένιος, butterwort => λιπαρόχορτο,