Greek Meaning of button hole
Κουμπότρυπα
Other Greek words related to Κουμπότρυπα
- μασχάλη
- είσοδος
- κόλπος
- κλειδαρότρυπα
- κόμπος
- κουκουνάρα
- Τρύπα βελόνας
- τρύπημα
- διάφραγμα
- σχισμή
- σχισμή
- Έξοδος
- ρωγμή
- τομή
- πρόσληψη
- στόμα
- πρίζα
- Τρύπημα βελόνας
- πόρος
- λακκούβα
- γροθιά
- σχισμή
- σχισμή
- χώρος
- εξαερισμός
- σκουληκότρυπα
- αεραγωγός
- παραβίαση
- Σπάω
- σχισμή
- ρωγμή
- γωνιά
- κόβω
- τρύπα
- παραθυράκι
- εγκοπή
- άνοιγμα
- διάτρηση
- ενοίκιο
- ρήγμα
- ρήξη
- Κατηγορία
- διαχωρίζω
- δάκρυ
Nearest Words of button hole
Definitions and Meaning of button hole in English
button hole (n)
a hole through which buttons are pushed
FAQs About the word button hole
Κουμπότρυπα
a hole through which buttons are pushed
μασχάλη,είσοδος,κόλπος,κλειδαρότρυπα,κόμπος,κουκουνάρα,Τρύπα βελόνας,τρύπημα,διάφραγμα,σχισμή
γέμιση,τσιρότο,βύσμα,φώκια,Φράγμα,συμπληρώνω,Πλήρωση,εμπόδιο,εμπόδιο,Σταμάτημα
button fern => Κουμπικό φυτό, button accordion => Κουμπωτό ακορντεόν, button => κουμπί, buttinsky => φιλοπερίεργος, butting joint => Κοινός αρμός,