Greek Meaning of keyhole
κλειδαρότρυπα
Other Greek words related to κλειδαρότρυπα
- Κουμπότρυπα
- είσοδος
- κόλπος
- πρόσληψη
- κόμπος
- κουκουνάρα
- Τρύπα βελόνας
- τρύπημα
- σκουληκότρυπα
- αεραγωγός
- διάφραγμα
- μασχάλη
- σχισμή
- σχισμή
- Έξοδος
- ρωγμή
- τομή
- στόμα
- πρίζα
- Τρύπημα βελόνας
- πόρος
- λακκούβα
- γροθιά
- Κατηγορία
- σχισμή
- σχισμή
- χώρος
- εξαερισμός
- παραβίαση
- Σπάω
- σχισμή
- ρωγμή
- γωνιά
- κόβω
- τρύπα
- παραθυράκι
- εγκοπή
- άνοιγμα
- διάτρηση
- ενοίκιο
- ρήγμα
- ρήξη
- διαχωρίζω
- δάκρυ
Nearest Words of keyhole
Definitions and Meaning of keyhole in English
keyhole (n)
the hole where a key is inserted
keyhole (n.)
A hole or apertupe in a door or lock, for receiving a key.
A hole or excavation in beams intended to be joined together, to receive the key which fastens them.
a mortise for a key or cotter.
FAQs About the word keyhole
κλειδαρότρυπα
the hole where a key is insertedA hole or apertupe in a door or lock, for receiving a key., A hole or excavation in beams intended to be joined together, to rec
Κουμπότρυπα,είσοδος,κόλπος,πρόσληψη,κόμπος,κουκουνάρα,Τρύπα βελόνας,τρύπημα,σκουληκότρυπα,αεραγωγός
γέμιση,τσιρότο,βύσμα,φώκια,Φράγμα,συμπληρώνω,Πλήρωση,εμπόδιο,εμπόδιο,Σταμάτημα
keyed => με πλήκτρα, key-cold => παγωμένος, keycard => κλειδί-κάρτα, keyboardist => Πιανίστας, keyboard instrument => Πληκτροφόρο όργανο,