Greek Meaning of peephole
κουκουνάρα
Other Greek words related to κουκουνάρα
- Κουμπότρυπα
- είσοδος
- κλειδαρότρυπα
- κόμπος
- Τρύπα βελόνας
- μασχάλη
- Έξοδος
- κόλπος
- πρόσληψη
- στόμα
- πρίζα
- Τρύπημα βελόνας
- πόρος
- λακκούβα
- γροθιά
- τρύπημα
- σχισμή
- εξαερισμός
- σκουληκότρυπα
- αεραγωγός
- διάφραγμα
- παραβίαση
- σχισμή
- σχισμή
- ρωγμή
- γωνιά
- σχισμή
- κόβω
- ρωγμή
- τομή
- παραθυράκι
- εγκοπή
- άνοιγμα
- διάτρηση
- ενοίκιο
- ρήγμα
- ρήξη
- Κατηγορία
- σχισμή
- χώρος
- διαχωρίζω
- δάκρυ
Nearest Words of peephole
Definitions and Meaning of peephole in English
peephole (n)
a hole (in a door or an oven etc) through which you can peep
peephole (n.)
A hole, or crevice, through which one may peep without being discovered.
FAQs About the word peephole
κουκουνάρα
a hole (in a door or an oven etc) through which you can peepA hole, or crevice, through which one may peep without being discovered.
Κουμπότρυπα,είσοδος,κλειδαρότρυπα,κόμπος,Τρύπα βελόνας,μασχάλη,Έξοδος,κόλπος,πρόσληψη,στόμα
Φράγμα,γέμιση,τσιρότο,βύσμα,φώκια,συμπληρώνω,Πλήρωση,εμπόδιο,εμπόδιο,Σταμάτημα
peeper => κρυφοκοιτάζω, pee-pee => κατουρώ, peeped => κοίταξε κρυφά, peep sight => διόπτρα, peep => Τσουτσούρισμα,