Greek Meaning of wormhole
σκουληκότρυπα
Other Greek words related to σκουληκότρυπα
- Κουμπότρυπα
- είσοδος
- κόλπος
- κλειδαρότρυπα
- κόμπος
- κουκουνάρα
- Τρύπα βελόνας
- πόρος
- λακκούβα
- τρύπημα
- χώρος
- αεραγωγός
- μασχάλη
- παραβίαση
- σχισμή
- σχισμή
- Έξοδος
- ρωγμή
- τομή
- πρόσληψη
- παραθυράκι
- στόμα
- πρίζα
- Τρύπημα βελόνας
- γροθιά
- ρήγμα
- ρήξη
- Κατηγορία
- σχισμή
- σχισμή
- διαχωρίζω
- δάκρυ
- εξαερισμός
- διάφραγμα
- Σπάω
- σχισμή
- ρωγμή
- γωνιά
- κόβω
- τρύπα
- εγκοπή
- άνοιγμα
- διάτρηση
- ενοίκιο
Nearest Words of wormhole
Definitions and Meaning of wormhole in English
wormhole (n)
hole made by a burrowing worm
wormhole (n.)
A burrow made by a worm.
FAQs About the word wormhole
σκουληκότρυπα
hole made by a burrowing wormA burrow made by a worm.
Κουμπότρυπα,είσοδος,κόλπος,κλειδαρότρυπα,κόμπος,κουκουνάρα,Τρύπα βελόνας,πόρος,λακκούβα,τρύπημα
Φράγμα,συμπληρώνω,Πλήρωση,γέμιση,τσιρότο,βύσμα,φώκια,εμπόδιο,εμπόδιο,Σταμάτημα
wormed => σκωληκόβρωτος, worm-eaten => σκουληκότρυπο, wormcast => κοπριά σκουληκιών, wormal => σκουλήκι, worm wheel => Σκουλήκι,