Greek Meaning of pinhole
Τρύπα βελόνας
Other Greek words related to Τρύπα βελόνας
Nearest Words of pinhole
- pinic => πικ-νικ
- pinicola => Πυρροκόκκινος καρδινάλιος
- pinicola enucleator => Στραβόραμφος ο κοκκινοφρύδης
- pining => πόθος
- piningly => λαχταριστά
- pinion => γρανάζι
- pinion and crown wheel => Γρανάζι και στεφάνι άξονα
- pinion and ring gear => Γρανάζι και στεφάνι
- pinioned => καθηλωμένος
- pinioning => προσκόλληση
Definitions and Meaning of pinhole in English
pinhole (n)
a small puncture that might have been made by a pin
FAQs About the word pinhole
Τρύπα βελόνας
a small puncture that might have been made by a pin
τρύπημα,σχισμή,κόβω,αυλάκωση,διάτρηση,Τρύπημα βελόνας,τσίμπημα,γροθιά,μαχαιριά,δάκρυ
No antonyms found.
pinhold => τρύπα βελόνας, pinguitude => παχυσαρκία, pinguinus impennis => Μεγάλος αρκτικός αλκ, pinguinus => πιγκουίνος, pinguidinous => σφαιρικός,