FAQs About the word cranny

γωνιά

a long narrow depression in a surface, a small opening or crevice (especially in a rock face or wall)

σχισμή,ρωγμή,σχισμή,ρωγμή,ρήγμα,διαχωρίζω,παραβίαση,έλεγχος,σχισμή,Μανία

No antonyms found.

crannied => σχισμένος, cranky => γκρινιάρης, crankshaft => στρόφαλος, crankiness => ευερεθιστότητα, crankcase => στροφαλοθάλαμος,