FAQs About the word cranky

γκρινιάρης

(used of boats) inclined to heel over easily under sail, easily irritated or annoyed

αμήχανος,αδέξιος,δυσκίνητος,αδέξιος,άχαρος,δυσκίνητος,βαρύς,Ανέφικτο,βαρύς,ανεξέλεγκτο

Λειτουργικός,πρακτικός,Πρακτικός,χρήσιμος,πρακτικός,επισκευάσιμος

crankshaft => στρόφαλος, crankiness => ευερεθιστότητα, crankcase => στροφαλοθάλαμος, crank up => ανεβάστε, crank out => παράγω,