FAQs About the word bunglesome

αδέξιος

difficult to handle or manage especially because of shape

αμήχανος,αδέξιος,δυσκίνητος,άχαρος,γκρινιάρης,δυσκίνητος,δεινοσαυρικός,βαρύς,Ανέφικτο,μαζικός

Λειτουργικός,πρακτικός,Πρακτικός,χρήσιμος,πρακτικός,επισκευάσιμος

bungler => αδέξιος, bungled => μπερδεμένος, bungle => τα κάνω μαντάρα, bunging => σφράγισμα, bunghole => τρύπα βύσματος,