FAQs About the word bunging

σφράγισμα

of Bung

γέμιση,Συσκευασία,Συνδέοντας,αποκλεισμός,καταδικαστικός,σφράγιση,στάση,Γέμιση,σφράγιση,σφραγιστικό

εκσκαφή,φτυάρισμα,σκάβω (έξω),φτυάρισμα,Κοίλασμα (έξω)

bunghole => τρύπα βύσματος, bungee cord => Ελαστικό σχοινί, bungee => Μπάντζι, bunged => φραγμένος, bungarus fasciatus => Bungarus fasciatus,